- ἀμπελουργῶν
- ἀμπελουργέωwork inpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀμπελουργόςvine-dressermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λίμπερ — Θεότητα της ιταλικής χερσονήσου. Σύμφωνα με την παράδοση, σύζυγός του ήταν η Λίμπερα και ο ίδιος ήταν προστάτης των αμπελουργών. Όταν η λατρεία του Διονύσου εξαπλώθηκε στην Ιταλία, ο Λ. ταυτίστηκε με αυτόν. Την ημέρα της γιορτής του, στις 17… … Dictionary of Greek